- πέτσινος
- -η, -ο, Νκατασκευασμένος από πετσί, δερμάτινος («πέτσινα γάντια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέτσινος — η, ο βλ. πετσένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
δερμάτινος — η, ο (AM δερμάτινος, η, ον) κατασκευασμένος από δέρμα, πέτσινος («παπούτσια δερμάτινα», «δερμάτινη ζώνη», «ἀσπίδας δερματίνας») … Dictionary of Greek
πετσένιος — α, ο, Ν πέτσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
σκύτινος — η, ο / σκύτινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που είναι κατασκευασμένος από σκύτος, από κατεργασμένο δέρμα, δερμάτινος, πέτσινος («ἐπὶ τῇ κεφαλῇ δὲ κράνη σκύτινα οἷάπερ τὰ Παφλαγονικά», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που αποτελείται μόνο από δέρμα και κόκαλα,… … Dictionary of Greek
τομαρένιος — α, ο, Ν φτειαγμένος από τομάρι, δερμάτινος, πέτσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τομάρι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαλαματ ένιος)] … Dictionary of Greek
πετσένιος, -ια, -ιο — και πέτσινος, η, ο ο κατασκευασμένος από δέρμα, από πετσί, ο δερμάτινος: Η ζώνη είναι πετσένια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τομαρένιος, -ια, -ιο — καμωμένος από τομάρι, δερμάτινος, πέτσινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)